πολύπτερος — many winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτερον — πολύπτερος many winged masc/fem acc sg πολύπτερος many winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτερα — πολύπτερος many winged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱԹԵՒ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. ԲԱԶՄԱԹԵՒ ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ. πολύπτερος pluribus alis praeditus Ունօղ բազմութեան թեւոց. *Զբազմաչեայսն եւ զբազմաթեւ կարգս՝ քերովբէս եւ սերովբէս. Դիոն. երկն.: *Քերովբէք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ — ( ) NBH 1 404 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. ԲԱԶՄԱԹԵՒ ԲԱԶՄԱԹԵՒԵԱՆ. πολύπτερος pluribus alis praeditus *Զբազմաչեայսն եւ զբազմաթեւ կարգս՝ քերովբէս եւ սերովբէս. Դիոն. երկն.: *Քերովբէք բազմաթեւեանք զբոլոր մարմինս ունին աչօք լցեալ. Եփր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)